σβεστηρ

σβεστηρ
    σβεστήρ
    -ῆρος ὅ гаситель, тушитель Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σβεστηρ" в других словарях:

  • σβεστῆρα — σβεστήρ extinguisher masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σβεστῆρες — σβεστήρ extinguisher masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σβεστῆρι — σβεστήρ extinguisher masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σβεστήρας — ο / σβεστήρ, ῆρος, ΝΑ, και εσφ. τ. σβυστήρας νεοελλ. 1. πυροσβεστήρας 2. σβηστήρι, γομολάστιχα αρχ. (για πρόσ.) αυτός που σβήνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ τού αορ. ἔσβεσ(σ)α τού σβέννυμι* + επίθημα τήρ (πρβλ. καυσ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ՇԻՋՈՒՑԻՉ — (ցչի, չաց.) NBH 2 0479 Chronological Sequence: 5c, 8c, 13c ա. σβεστήρ extinctor. Որ շիջուցանէ. շիջուցանօղ. կարօղ շիջուցանել. *Հողմ է, այլ քակէ զլերինս. ջուր է, այլ հրոյ շիջուցիչ. Ածաբ. մկրտ.: Բազմացան ջուրքն, զի բազմացաւ ցանկութիւն ըստ հրոյ,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»